- μετωπίδιος
- μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)μετωπιαίος, μετωπικός, τού μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερ-ίδιος, ωμ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετωπίδιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπίδιον — μετωπίδιος masc/fem acc sg μετωπίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπιδίῳ — μετωπίδιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπίδια — μετωπίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
περιμετωπίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωπο («περιμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μετωπίδιος (< μέτωπον)] … Dictionary of Greek
προστηθίδιος — ον, Α 1. ο πρόστερνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστηθίδιον κόσμημα τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στῆθος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. προ μετωπίδιος)] … Dictionary of Greek